↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινοφωνικός η ρινοφωνική το ρινοφωνικό
      γενική του ρινοφωνικού της ρινοφωνικής του ρινοφωνικού
    αιτιατική τον ρινοφωνικό τη ρινοφωνική το ρινοφωνικό
     κλητική ρινοφωνικέ ρινοφωνική ρινοφωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινοφωνικοί οι ρινοφωνικές τα ρινοφωνικά
      γενική των ρινοφωνικών των ρινοφωνικών των ρινοφωνικών
    αιτιατική τους ρινοφωνικούς τις ρινοφωνικές τα ρινοφωνικά
     κλητική ρινοφωνικοί ρινοφωνικές ρινοφωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρινοφωνικός < ρίνα + -ο- + φωνή + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ρινοφωνικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία