ρινορραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρινορραγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhinorragie < αρχαία ελληνική ῥίς + ῥήγνυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾi.no.ɾaˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρινορραγία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ρινορραγικός
- → δείτε τις λέξεις ρίνα, ραγίζω και ρήξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρινορραγία