Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινολαρυγγικός η ρινολαρυγγική το ρινολαρυγγικό
      γενική του ρινολαρυγγικού της ρινολαρυγγικής του ρινολαρυγγικού
    αιτιατική τον ρινολαρυγγικό τη ρινολαρυγγική το ρινολαρυγγικό
     κλητική ρινολαρυγγικέ ρινολαρυγγική ρινολαρυγγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινολαρυγγικοί οι ρινολαρυγγικές τα ρινολαρυγγικά
      γενική των ρινολαρυγγικών των ρινολαρυγγικών των ρινολαρυγγικών
    αιτιατική τους ρινολαρυγγικούς τις ρινολαρυγγικές τα ρινολαρυγγικά
     κλητική ρινολαρυγγικοί ρινολαρυγγικές ρινολαρυγγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρινολαρυγγικός < ριν(ός) + -ο- + λάρυγγ(ας) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

ρινολαρυγγικός -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία