Δείτε επίσης: ῥευματοφόρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευματοφόρος η ρευματοφόρα το ρευματοφόρο
      γενική του ρευματοφόρου της ρευματοφόρας του ρευματοφόρου
    αιτιατική τον ρευματοφόρο τη ρευματοφόρα το ρευματοφόρο
     κλητική ρευματοφόρε ρευματοφόρα ρευματοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευματοφόροι οι ρευματοφόρες τα ρευματοφόρα
      γενική των ρευματοφόρων των ρευματοφόρων των ρευματοφόρων
    αιτιατική τους ρευματοφόρους τις ρευματοφόρες τα ρευματοφόρα
     κλητική ρευματοφόροι ρευματοφόρες ρευματοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευματοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥευματοφόρος (για ποταμό που έχει ισχυρό ρεύμα)

  Επίθετο

επεξεργασία

ρευματοφόρος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ρευματοφόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)