ρευματοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρευματοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥευματοφόρος (για ποταμό που έχει ισχυρό ρεύμα)
Επίθετο
επεξεργασίαρευματοφόρος, -α, -ο
- (ηλεκτρολογία) που φέρει ηλεκτρικό ρεύμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρευματοφόρος
|
Πηγές
επεξεργασία- ρευματοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)