Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρετροσπεκτίβα οι ρετροσπεκτίβες
      γενική της ρετροσπεκτίβας των ρετροσπεκτίβων
    αιτιατική τη ρετροσπεκτίβα τις ρετροσπεκτίβες
     κλητική ρετροσπεκτίβα ρετροσπεκτίβες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετροσπεκτίβα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική retrospective < retrospect +‎ -ive < λατινική retrospectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος retrospicio < retro + specio (< πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spéḱyeti < *speḱ-: βλέπω, παρατηρώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετροσπεκτίβα θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία