ρεντιγκότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεντιγκότα | οι | ρεντιγκότες |
γενική | της | ρεντιγκότας | — | |
αιτιατική | τη | ρεντιγκότα | τις | ρεντιγκότες |
κλητική | ρεντιγκότα | ρεντιγκότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεντιγκότα < (παλαιά) (άμεσο δάνειο) ιταλική redingotta < γαλλική redingote < αγγλική redingote < riding-coat < riding + coat
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεντιγκότα θηλυκό