Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρεγχαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρεγχαστικ
ός
η
ρεγχαστικ
ή
το
ρεγχαστικ
ό
γενική
του
ρεγχαστικ
ού
της
ρεγχαστικ
ής
του
ρεγχαστικ
ού
αιτιατική
τον
ρεγχαστικ
ό
τη
ρεγχαστικ
ή
το
ρεγχαστικ
ό
κλητική
ρεγχαστικ
έ
ρεγχαστικ
ή
ρεγχαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρεγχαστικ
οί
οι
ρεγχαστικ
ές
τα
ρεγχαστικ
ά
γενική
των
ρεγχαστικ
ών
των
ρεγχαστικ
ών
των
ρεγχαστικ
ών
αιτιατική
τους
ρεγχαστικ
ούς
τις
ρεγχαστικ
ές
τα
ρεγχαστικ
ά
κλητική
ρεγχαστικ
οί
ρεγχαστικ
ές
ρεγχαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρεγχαστικός
<
ρεγχάζ(ω)
+
-τικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɾeŋ.xa.stiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ρεγχαστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
ρεγχαμό
/
ροχαλητό
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ρεγχάζω
,
ρέγχω
,
ρόγχος
και
ροχαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρεγχαστικός