Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεγχάζω < ελληνιστική κοινή ῥέγχω < αρχαία ελληνική ῥέγκω < ῥέγκος < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾeŋˈxa.zo/

ρεγχάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία