Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεγουλαρισμένος η ρεγουλαρισμένη το ρεγουλαρισμένο
      γενική του ρεγουλαρισμένου της ρεγουλαρισμένης του ρεγουλαρισμένου
    αιτιατική τον ρεγουλαρισμένο τη ρεγουλαρισμένη το ρεγουλαρισμένο
     κλητική ρεγουλαρισμένε ρεγουλαρισμένη ρεγουλαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεγουλαρισμένοι οι ρεγουλαρισμένες τα ρεγουλαρισμένα
      γενική των ρεγουλαρισμένων των ρεγουλαρισμένων των ρεγουλαρισμένων
    αιτιατική τους ρεγουλαρισμένους τις ρεγουλαρισμένες τα ρεγουλαρισμένα
     κλητική ρεγουλαρισμένοι ρεγουλαρισμένες ρεγουλαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεγουλαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεγουλάρω

  Μετοχή επεξεργασία

ρεγουλαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία