ρεγουλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεγουλαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεγουλάρω
Μετοχή επεξεργασία
ρεγουλαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ρεγουλάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεγουλαρισμένος
|
ρεγουλαρισμένος, -η, -ο
|