ραδιοφάρμακο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοφάρμακο < ραδιο- + φάρμακο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiopharmaceutical)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοφάρμακο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) οργανική ή ανόργανη ένωση ραδιονουκλιδίων που δίνονται σε ασθενείς, για να υποβληθούν σε διαγνωστικές εξετάσεις (π.χ. σπινθηρογράφημα) ή θεραπείες πυρηνικής ιατρικής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Radiopharmaceutical στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοφάρμακο