πυρηνική ιατρική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρηνική ιατρική | ||
γενική | της | πυρηνικής ιατρικής | ||
αιτιατική | την | πυρηνική ιατρική | ||
κλητική | πυρηνική ιατρική | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρηνική ιατρική < → δείτε τις λέξεις πυρηνική και ιατρική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nuclear medicine
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πυρηνική ιατρική θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής που χρησιμοποιεί ραδιενεργά ισότοπα στη διάγνωση και θεραπεία ασθενειών
Συγγενικά επεξεργασία
- πυρηνικός ιατρός
- → δείτε τις λέξεις πυρήνας και ιατρός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρηνική ιατρική