ραδιονουκλίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραδιονουκλίδιο | τα | ραδιονουκλίδια |
γενική | του | ραδιονουκλίδιου & ραδιονουκλιδίου |
των | ραδιονουκλίδιων & ραδιονουκλιδίων |
αιτιατική | το | ραδιονουκλίδιο | τα | ραδιονουκλίδια |
κλητική | ραδιονουκλίδιο | ραδιονουκλίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιονουκλίδιο < ραδιο- + νουκλίδιο, λόγιο δάνειο από την αγγλική radionuclide
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.nuˈkli.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐δι‐ο‐νου‐κλί‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιονουκλίδιο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιονουκλίδιο
Πηγές επεξεργασία
- ραδιονουκλίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)