ραδιοβοήθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοβοήθημα < ραδιο- + βοήθημα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio aid)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοβοήθημα ουδέτερο
- (τεχνολογία) συσκευή ή σύστημα που χρησιμοποιείται για την υποβοήθηση της πλοήγησης και επικοινωνίας μέσω ραδιοκυμάτων, συχνά σε αεροναυτιλία ή θαλάσσια πλοήγηση