υποβοήθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποβοήθηση | οι | υποβοηθήσεις |
γενική | της | υποβοήθησης* | των | υποβοηθήσεων |
αιτιατική | την | υποβοήθηση | τις | υποβοηθήσεις |
κλητική | υποβοήθηση | υποβοηθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποβοηθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποβοήθηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποβοηθώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποβοήθηση
|