ρέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρέντα | οι | ρέντες |
γενική | της | ρέντας | — | |
αιτιατική | τη | ρέντα | τις | ρέντες |
κλητική | ρέντα | ρέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρέντα < μεσαιωνική ελληνική ρέντα < γαλλική rente < δημώδης λατινική *rendita < λατινική reddita, θηλυκό του redditus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος reddo < re- + do
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρέντα θηλυκό
- (προφορικό) η κωλοφαρδία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρέντα
|