Δείτε επίσης: ῥέκτις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρέκτις οι ρέκτιδες
      γενική της ρέκτιδος
(ρέκτιδας)
των ρεκτίδων
(ρέκτιδων)
    αιτιατική τη ρέκτιδα τις ρέκτιδες
     κλητική ρέκτι (ρέκτις) ρέκτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέκτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ῥέκτις < αρχαία ελληνική ῥέκτ(ης) + -ις (μαρτυρείται από το 1888)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρέκτις θηλυκό

  • (αρχαιοπρεπές) θηλυκό του ρέκτης[2]
    ※  Μια ρέκτις που στη μικρή ζωή της, πάντοτε αναζητούσε το κάτι παραπάνω και το κάτι διαφορετικό sportlive.gr
    ※  Η ρέκτις Αντιδήμαρχος πολιτισμού του Δήμου […] προσκάλεσε πριν μερικούς μήνες νεαρούς καλλιτέχνες γκράφιτι (: τοιχογράφημα, ακιδογράφημα) της πατρίδας μας, να προσέλθουν στην Καστοριά και να στολίσουν με ανάλογα έργα τους το δημοτικό κτίριο πολιτισμού και τουρισμού, που βρίσκεται μέσα στο πάρκο της «Ολυμπιακής Φλόγας» fos-kastoria

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρέκτης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. O Στέφανος Κουμανούδης αναφέρει το 1897 ως έτος πρώτης γραπτής εμφάνισης.
  2. Επιτροπής Φιλολόγων, Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Άτλας, χ.χ. [≈1961]), σ. 1630.