Δείτε επίσης: ρέκτης
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥέκτης οἱ ῥέκται
      γενική τοῦ ῥέκτου τῶν ῥεκτῶν
      δοτική τῷ ῥέκτ τοῖς ῥέκταις
    αιτιατική τὸν ῥέκτην τοὺς ῥέκτᾱς
     κλητική ! ῥέκτ ῥέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥέκτ
γεν-δοτ τοῖν  ῥέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥέκτης (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική ῥέζω) θέμα ῥεκ- + -της, παράλληλος τύπος του αρχαίου ῥεκτήρ (εργαζόμενος, αυτός που δρα)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥέκτης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρέκτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.