ῥέζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαῥέζω ( δωρικός τύπος & βοιωτικός τύπος ῥέδδω)
- πράττω, ενεργώ (σε αντιδιαστολή προς το λέγω)
- ὅσ᾽ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε
- τί ῥέξωμεν; (: τι κάνουμε τώρα;)
- ῥεχθέντος κακοῦ (:άμα γίνει το κακό και μετά...)
- οὐδέν σε ῥέξω κακά (: δεν θα σε βλάψω)
- προσφέρω (π.χ. θυσία) αλλά ενεργητικά, με την έννοια της έμπρακτης θυσίας, θυσιάζω
- εργάζομαι
- ωφελώ
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ενεργητική: παρατατικός ἔρεζον και στην ποίηση ῥέζον, στην ιωνική ῥέζεσκον, μέλλων ῥέξω, αόριστος ἔρρεξα και στην ποίηση ἔρεξα
- παθητική φωνή: αόριστος ἐρρέχθην
Συγγενικά
επεξεργασία- ῥέκτης (δραστήριος)
Ρήμα
επεξεργασίαῥέζω < άγνωστης ετυμολογίας
- βάφω, εμβαπτίζω ύφασμα σε χρώμα
Συγγενικά
επεξεργασία- ῥεγεύς-έως βαφέας
- το ῥέγος ή ῥῆγος (βαμμένο σκέπασμα)
- χρυσορραγής (χρυσοβαμμένος)