πότμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πότμος | οἱ | πότμοι |
γενική | τοῦ | πότμου | τῶν | πότμων |
δοτική | τῷ | πότμῳ | τοῖς | πότμοις |
αιτιατική | τὸν | πότμον | τοὺς | πότμους |
κλητική ὦ! | πότμε | πότμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πότμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πότμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πότμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πότμος αρσενικό (ποιητικό)
- καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον
- μοίρα, τύχη, συνήθως κακή
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Τρῳάδες, 244-245
- τίνα πότμος εὐτυχὴς | Ἰλιάδων μένει;
- τύχη καλή σαν ποιά από μας να καρτερεί;
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- τίνα πότμος εὐτυχὴς | Ἰλιάδων μένει;
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Τρῳάδες, 244-245
- θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 881-882
- τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον | οὐδεὶς φίλων στενάζει.
- και για τον δικό μου θάνατο τον αδάκρυτο | κανείς απ᾽ τους φίλους, δεν στενάζει;
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον | οὐδεὶς φίλων στενάζει.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 881-882
- (ως κύριο όνομα Πότμος): Μοίρα
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- (χωρίς αρνητική σημασία) πότμος συγγενής: φυσικές χάρες, φυσικά προτερήματα, φυσικά χαρίσματα κάποιου
- (για τους Διόσκουρους) πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῑον: ζώντας μέρα παρά μέρα
Πηγές επεξεργασία
- πότμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πότμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.