↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πότμος οἱ πότμοι
      γενική τοῦ πότμου τῶν πότμων
      δοτική τῷ πότμ τοῖς πότμοις
    αιτιατική τὸν πότμον τοὺς πότμους
     κλητική ! πότμε πότμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πότμω
γεν-δοτ τοῖν  πότμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πότμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πότμος αρσενικό (ποιητικό)

  1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον
  2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 244 (244-245)
    τίνα πότμος εὐτυχὴς | Ἰλιάδων μένει;
    τύχη καλή σαν ποιά από μας να καρτερεί;
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
  3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 881 (881-882)
    τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον | οὐδεὶς φίλων στενάζει.
    και για τον δικό μου θάνατο τον αδάκρυτο | κανείς απ᾽ τους φίλους, δεν στενάζει;
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
  4. (ως κύριο όνομα Πότμος): Μοίρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (χωρίς αρνητική σημασία) πότμος συγγενής: φυσικές χάρες, φυσικά προτερήματα, φυσικά χαρίσματα κάποιου
  • (για τους Διόσκουρους) πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῑον: ζώντας μέρα παρά μέρα