δυσποτμία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσποτμία< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσποτμία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσποτμία
- δυστυχία, κακοτυχία
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Οδοιπορικόν, Λόγος Δεύτερος, στίχοι 4-6 @thesis.ekt.gr
- Ἀλλὰ φθάσασα καὶ πάλιν ταχυδρόμος
ἡ πανταχοῦ συνοῦσα μοι δυσποτμία
πάλιν κατέσχεν, πάλιν ἐθρόησέ με,- Αλλά φθάνοντας και πάλι με γοργό βήμα
η κακοτυχία που με συνοδεύει παντού
πάλι με κατέλαβε, πάλι με τάραξε. - Μετάφραση: Χρυσόγελος Κωνσταντίνος, Το Οδοιπορικόν του Κωνσταντίνου Μανασσή: κριτική έκδοση - μετάφραση - σχόλια, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 139, σελ. 196
- Αλλά φθάνοντας και πάλι με γοργό βήμα
- Ἀλλὰ φθάσασα καὶ πάλιν ταχυδρόμος
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Οδοιπορικόν, Λόγος Δεύτερος, στίχοι 4-6 @thesis.ekt.gr
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσποτμίᾱ | αἱ | δυσποτμίαι |
γενική | τῆς | δυσποτμίᾱς | τῶν | δυσποτμιῶν |
δοτική | τῇ | δυσποτμίᾳ | ταῖς | δυσποτμίαις |
αιτιατική | τὴν | δυσποτμίᾱν | τὰς | δυσποτμίᾱς |
κλητική ὦ! | δυσποτμίᾱ | δυσποτμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσποτμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσποτμίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσποτμία < δύσποτμ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσποτμία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- δυστυχία, ατυχία
- ※ 1ος↓ αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 9.28.5 @scaife.perseus
- τοιαῦτʼ εἰπὼν μάρτυρας ἐπηγάγετο λοχαγούς τε, ὅσοι περιῆσαν, καὶ τῶν ἄλλων στρατιωτῶν τινας, οἳ τὸ ἑαυτῶν αἰσχρὸν ἐπὶ τῇ τότε ἥττῃ τε καὶ φυγῇ ζητοῦντες ἀπολύσασθαι τὸν στρατηγὸν ᾐτιῶντο τῆς περὶ τὸν ἀγῶνα δυσποτμίας.
- ※ 1ος↓ αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 20.12.2 @scaife.perseus
- ταραχθεὶς δὲ διὰ τὴν ὄψιν καὶ μεγάλην ἔσεσθαι συμφορὰν μαντευόμενος — ἤδη γὰρ αὐτῷ καὶ πρότερον τοιαύτην ὄψιν ἐνυπνίου θεασαμένῳ δεινή τις συνέβη δυσποτμία — ἐβούλετο μὲν ἐπισχεῖν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, οὐκ ἴσχυσε δὲ νικῆσαι τὴν πεπρωμένην ἐναντιουμένων τῶν φίλων πρὸς τὴν ἀναβολὴν καὶ μὴ μεθεῖναι τὸν καιρὸν ἐκ τῶν χειρῶν ἀξιούντων.
- ※ 1ος↓ αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 9.28.5 @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πότμος
Πηγές επεξεργασία
- δυσποτμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 405 @books.google.gr