πότιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πότιμος | τὸ | πότιμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ποτίμου | τοῦ | ποτίμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ποτίμῳ | τῷ | ποτίμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πότιμον | τὸ | πότιμον | ||
κλητική ὦ! | πότιμε | πότιμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πότιμοι | τὰ | πότιμᾰ | ||
γενική | τῶν | ποτίμων | τῶν | ποτίμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ποτίμοις | τοῖς | ποτίμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ποτίμους | τὰ | πότιμᾰ | ||
κλητική ὦ! | πότιμοι | πότιμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποτίμω | τὼ | ποτίμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποτίμοιν | τοῖν | ποτίμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πότιμος < → δείτε τις λέξεις πότος και πίνω → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπότιμος, -η, -ον
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα)
- ※ το χωρίον [...] στερεῖται καθαροῦ ποτίμου ὕδατος (ΦΕΚ 34, 22 Σεπτεμβρίου 1843)
Πηγές
επεξεργασία- πότιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πότιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.