πυροσυσσωμάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροσυσσωμάτωση | οι | πυροσυσσωματώσεις |
γενική | της | πυροσυσσωμάτωσης* | των | πυροσυσσωματώσεων |
αιτιατική | την | πυροσυσσωμάτωση | τις | πυροσυσσωματώσεις |
κλητική | πυροσυσσωμάτωση | πυροσυσσωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροσυσσωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροσυσσωμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροσυσσωμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροσυσσωμάτωση
|