πυρομετεωρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομετεωρολόγος < πυρομετεωρολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρομετεωρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, μετεωρολογία, γεωγραφία) ειδικός στην πυρομετεωρολογία
- ※ Για τα κοινά στοιχεία που είχαν οι καταστροφικές πυρκαγιές σε Μάτι και Μάουι της Χαβάης, που ξεκίνησαν ως δασικές φωτιές και μπήκαν μέσα στον αστικό ιστό,, καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους αναφέρθηκε στην ΕΡΤ ο Θοδωρής Γιάνναρος, εντεταλμένος ερευνητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών και πυρομετεωρολόγος. (www.ertnews.gr, 16.08.2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρομετεωρολόγος