Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πυρομετεωρολόγος οι πυρομετεωρολόγοι
      γενική του/της πυρομετεωρολόγου των πυρομετεωρολόγων
    αιτιατική τον/την πυρομετεωρολόγο τους/τις πυρομετεωρολόγους
     κλητική πυρομετεωρολόγε πυρομετεωρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρομετεωρολόγος < πυρομετεωρολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρομετεωρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία