πυρομετεωρολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομετεωρολογικός < πυρομετεωρολογία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπυρομετεωρολογικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, μετεωρολογία, γεωγραφία) που έχει σχέση με την πυρομετεωρολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Σε ό,τι αφορά στις δασικές πυρκαγιές απαιτείται μία ολοκληρωμένη προσέγγιση που θα ενσωματώνει γνώση αιχμής από διαφορετικές επιστήμες, μεταξύ αυτών και η πυρομετεωρολογία, σημειώνει το meteo. (…) Επιπροσθέτως, οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες καθορίζουν εάν και πότε τα δασικά καύσιμα θα καταστούν εύφλεκτα, επηρεάζοντας επίσης τα χαρακτηριστικά της εξάπλωσης και της συμπεριφοράς της φωτιάς. Παρατηρησιακά δίκτυα όπως το δίκτυο αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών της μονάδας meteo μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης, επιστημονικά τεκμηριωμένης στρατηγικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας, καταλήγει. (www.lifo.gr, 07.08.2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυρομετεωρολογικός