πυρομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyromane < pyromanie < αρχαία ελληνική πῦρ (πυρο-) + -μανής < μανία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾo.maˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐μα‐νής
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυρομανής | η | πυρομανής | το | πυρομανές |
γενική | του | πυρομανούς* | της | πυρομανούς | του | πυρομανούς |
αιτιατική | τον | πυρομανή | την | πυρομανή | το | πυρομανές |
κλητική | πυρομανή(ς) | πυρομανής | πυρομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυρομανείς | οι | πυρομανείς | τα | πυρομανή |
γενική | των | πυρομανών | των | πυρομανών | των | πυρομανών |
αιτιατική | τους | πυρομανείς | τις | πυρομανείς | τα | πυρομανή |
κλητική | πυρομανείς | πυρομανείς | πυρομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πυρομανής
- που χαρακτηρίζεται από πυρομανία
Ουσιαστικό
επεξεργασία→ λείπει η κλίση
πυρομανής αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι πυρομανής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρομανής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πυρομανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας