πυροκεραμικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πυροκεραμικός, -ή, -ό, το θηλυκό φέρεται επίσης ουσιαστικοποιημένο
- (τεχνολογία), (αστρονομία): ο σχετικός με πυροκεραμική
- "πυροκεραμικός θώρακας", "πυροκεραμική επίστρωση", "πυροκεραμικό στρώμα"
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυροκεραμικός