πυροκεραμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροκεραμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyroceramic < αρχαία ελληνική πῦρ + κεραμικός < κέραμος
Επίθετο
επεξεργασίαπυροκεραμικός, -ή, -ό
- (τεχνολογία, νεολογισμός) που αφορά πυρίμαχο κεραμικό ή γυαλί, που αντέχουν σε υψηλότατες θερμοκρασίες
- ⮡ πυροκεραμικός θώρακας, πυροκεραμική επίστρωση, πυροκεραμικό στρώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Pyroceram στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Corning Inc. στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροκεραμικός