↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνόρευστος η πυκνόρευστη το πυκνόρευστο
      γενική του πυκνόρευστου της πυκνόρευστης του πυκνόρευστου
    αιτιατική τον πυκνόρευστο την πυκνόρευστη το πυκνόρευστο
     κλητική πυκνόρευστε πυκνόρευστη πυκνόρευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνόρευστοι οι πυκνόρευστες τα πυκνόρευστα
      γενική των πυκνόρευστων των πυκνόρευστων των πυκνόρευστων
    αιτιατική τους πυκνόρευστους τις πυκνόρευστες τα πυκνόρευστα
     κλητική πυκνόρευστοι πυκνόρευστες πυκνόρευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνόρευστος < πυκνό- + ρευστός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική dickflüssig[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

πυκνόρευστος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία