πτωμαΐνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτωμαΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ptomaïne[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ptomaine[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική ptomaina[2] < αρχαία ελληνική πτῶμα < πίπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτωμαΐνη θηλυκό
- (βιοχημεία) κατηγορία αζωτούχων οργανικών ενώσεων (αμίνες) που παράγονται από βακτήρια κατά τη διάρκεια της αποσύνθεσης ζωικών ή φυτικών ιστών και συχνά ευθύνονται για τη δυσοσμία που αναδύεται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτωμαΐνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πτωμαΐνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 πτωμαΐνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας