πρόμοχθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόμοχθος | οι | πρόμοχθοι |
γενική | του | πρόμοχθου & προμόχθου |
των | πρόμοχθων & προμόχθων |
αιτιατική | τον | πρόμοχθο | τους | πρόμοχθους & προμόχθους |
κλητική | πρόμοχθε | πρόμοχθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόμοχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόμοχθοι (στον πληθυντικό), πρό- + μόχθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόμοχθος ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) προεξοχή σε δωρικό γείσο που βρίσκεται πάνω από το τρίγλυφο και στο μέσον της μετόπης [1][2]
- η διακόσμηση του πρόμοχθου γινόταν με 18 σταγόνες, μικρά κοσμήματα κωνικού σχήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόμοχθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.