πρόγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόγαμος αρσενικό
- (ιδιωματικό) η συγκέντρωση του γαμπρού ή / και της νύφης μαζί με συγγενείς και φίλους, ώστε να γιορτάσουν τον επικείμενο γάμο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόγαμος
|