μπάτσελορ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπάτσελορ < αγγλική bachelor (party) < μεσαιωνική λατινική baccalarius < υστερολατινική baccalaris < λατινική baculum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *baktlom < *bak- (ραβδί)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπάτσελορ ουδέτερο άκλιτο
- πάρτι που κάνουν οι ανύπαντροι άνδρες λίγο πριν το γάμο τους
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπάτσελορ