Δείτε επίσης: πρωτογράφω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτόγραφο τα πρωτόγραφα
      γενική του πρωτόγραφου των πρωτόγραφων
    αιτιατική το πρωτόγραφο τα πρωτόγραφα
     κλητική πρωτόγραφο πρωτόγραφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόγραφο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτόγραφ(ον), ουδέτερο του πρωτόγραφος + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτό- + -γραφο, ουδέτερο του -γραφος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τό‐γρα‐φο
τονικό παρώνυμο: πρωτογράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτόγραφο ουδέτερο

  • πρωτότυπο έγγραφο
    ⮡  Θα πρέπει να γίνουν αντίγραφα από το πρωτόγραφο. Χρειάζονται αρκετές κόπιες.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πρώτος και γράφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία