πρωτόγραφο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόγραφο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτόγραφ(ον), ουδέτερο του πρωτόγραφος + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτό- + -γραφο, ουδέτερο του -γραφος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τό‐γρα‐φο
- τονικό παρώνυμο: πρωτογράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτόγραφο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πρώτος και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτόγραφο
|
Πηγές επεξεργασία
- Πρότυπο:Π:Χρηστικός
- πρωτόγραφος σελ.6316 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)