Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοκόλληση οι πρωτοκολλήσεις
      γενική της πρωτοκόλλησης* των πρωτοκολλήσεων
    αιτιατική την πρωτοκόλληση τις πρωτοκολλήσεις
     κλητική πρωτοκόλληση πρωτοκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρωτοκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοκόλληση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρωτοκόλλησις. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτοκόλλη- + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοκόλληση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία