πρωτοκολλήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πρωτοκολλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρωτοκολλώ
- θα πρωτοκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρωτοκολλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πρωτοκολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτοκόλληση