πρωτοκολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.to.ko.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐κολ‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπρωτοκολλημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρωτοκολλώ ως
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πρωτόκολλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοκολλημένος
|