πρωτοκαιρίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρωτοκαιρίτικος
- (παρωχημένο, σπάνιο) ο πρώιμος
- ※ Ανεβαίνοντας προ ημερών στον Κίσαβο, για να μαζέψω τα πρωτοκαιρίτικα κεράσια της αυλής μου, και βλέποντας την πλούσια και αναγεννημένη βλάστηση με τα ολάνθιστα ευωδιαστά σπάρτα σε όλο το μήκος της διαδρομής, θυμήθηκα (…). (www.eleftheria.gr, 03.06.2021)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοκαιρίτικος
|