Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτάτο τα πρωτάτα
      γενική του πρωτάτου των πρωτάτων
    αιτιατική το πρωτάτο τα πρωτάτα
     κλητική πρωτάτο πρωτάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτάτο < πρώτος + -άτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτάτο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) ο σημαντικότερος (συνήθως σε κεντρικό σημείο) ναός ενός μοναστηριού ή ενός μοναστηριακού συγκροτήματος
    Κέντρο της Σκήτης των Σταγών στα Μετέωρα ήταν ο μικρός ναός αφιερωμένος στην Παναγία, που αποτελούσε το κυριακό ή πρωτάτο της πρώτης μετεωρικής μοναστικής πολιτείας.
  2. (θρησκεία) Πρωτάτο: ο καθεδρικός ναός που βρίσκεται στο κέντρο των Καρυών στο Άγιο Όρος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία