πρωτάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτάτο | τα | πρωτάτα |
γενική | του | πρωτάτου | των | πρωτάτων |
αιτιατική | το | πρωτάτο | τα | πρωτάτα |
κλητική | πρωτάτο | πρωτάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρωτάτο ουδέτερο
- (θρησκεία) ο σημαντικότερος (συνήθως σε κεντρικό σημείο) ναός ενός μοναστηριού ή ενός μοναστηριακού συγκροτήματος
- (θρησκεία) Πρωτάτο: ο καθεδρικός ναός που βρίσκεται στο κέντρο των Καρυών στο Άγιο Όρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πρωτάτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτάτο
|