πρωκτολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωκτολογικός < πρωκτολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπρωκτολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την πρωκτολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πρωκτολογία, πρωκτός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωκτολογικός