↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωκτολογικός η πρωκτολογική το πρωκτολογικό
      γενική του πρωκτολογικού της πρωκτολογικής του πρωκτολογικού
    αιτιατική τον πρωκτολογικό την πρωκτολογική το πρωκτολογικό
     κλητική πρωκτολογικέ πρωκτολογική πρωκτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωκτολογικοί οι πρωκτολογικές τα πρωκτολογικά
      γενική των πρωκτολογικών των πρωκτολογικών των πρωκτολογικών
    αιτιατική τους πρωκτολογικούς τις πρωκτολογικές τα πρωκτολογικά
     κλητική πρωκτολογικοί πρωκτολογικές πρωκτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωκτολογικός < πρωκτολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωκτολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία