Δείτε επίσης: προὔνεικος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προύνεικος οἱ προύνεικοι
      γενική τοῦ προυνείκου τῶν προυνείκων
      δοτική τῷ προυνείκ τοῖς προυνείκοις
    αιτιατική τὸν προύνεικον τοὺς προυνείκους
     κλητική ! προύνεικε προύνεικοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προυνείκω
γεν-δοτ τοῖν  προυνείκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προύνεικος < προ- → δείτε και τη λέξη προὔνεικος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προύνεικος αρσενικό

  1. ο αχθοφόρος
  2. (υβριστικό) ο ποταπός
  3. (σε επιθετική λειτουργία) λάγνος

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία