Προύνικος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Προύνικος | οἱ | Προύνικοι | ||||
γενική | τοῦ | Προυνίκου | τῶν | Προυνίκων | ||||
δοτική | τῷ | Προυνίκῳ | τοῖς | Προυνίκοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Προύνικον | τοὺς | Προυνίκους | ||||
κλητική ὦ! | Προύνικε | Προύνικοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Προυνίκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Προυνίκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Προύνικος < προύνικος, άλλη μορφή του προύνεικος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρούνικος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- προύνεικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Με σημείωση: 'as pr.n' (as proper noun - ως κύριο όνομα) - Προύνικος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012