Δείτε επίσης: προύνικος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προυνικός οἱ προυνικοί
      γενική τοῦ προυνικοῦ τῶν προυνικῶν
      δοτική τῷ προυνικ τοῖς προυνικοῖς
    αιτιατική τὸν προυνικόν τοὺς προυνικούς
     κλητική ! προυνικέ προυνικοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προυνικώ
γεν-δοτ τοῖν  προυνικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προυνικός < προύνικος (μετακίνηση τόνου) < προύνεικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προυνικός αρσενικό