προυνικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | προυνικός | οἱ | προυνικοί | ||||
γενική | τοῦ | προυνικοῦ | τῶν | προυνικῶν | ||||
δοτική | τῷ | προυνικῷ | τοῖς | προυνικοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | προυνικόν | τοὺς | προυνικούς | ||||
κλητική ὦ! | προυνικέ | προυνικοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προυνικώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προυνικοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προυνικός < προύνικος (μετακίνηση τόνου) < προύνεικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρουνικός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του προύνικος → δείτε τη λέξη προύνεικος
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
- <προυνικοί> οἱ μισθοῦ κομίζοντες τὰ ὤνια ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς, οὕς τινες <παιδαρίωνας> καλοῦσι· δρομεῖς, ταχεῖς, ὀξεῖς, εὐκίνητοι, γοργοί, μισθωτοί
Πηγές
επεξεργασία- προύνεικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.