Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προϋπολογισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προϋπολογισμέν
ος
η
προϋπολογισμέν
η
το
προϋπολογισμέν
ο
γενική
του
προϋπολογισμέν
ου
της
προϋπολογισμέν
ης
του
προϋπολογισμέν
ου
αιτιατική
τον
προϋπολογισμέν
ο
την
προϋπολογισμέν
η
το
προϋπολογισμέν
ο
κλητική
προϋπολογισμέν
ε
προϋπολογισμέν
η
προϋπολογισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προϋπολογισμέν
οι
οι
προϋπολογισμέν
ες
τα
προϋπολογισμέν
α
γενική
των
προϋπολογισμέν
ων
των
προϋπολογισμέν
ων
των
προϋπολογισμέν
ων
αιτιατική
τους
προϋπολογισμέν
ους
τις
προϋπολογισμέν
ες
τα
προϋπολογισμέν
α
κλητική
προϋπολογισμέν
οι
προϋπολογισμέν
ες
προϋπολογισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προϋπολογισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προϋπολογίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροϋπολόγιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προϋπολογισμένος