Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προϋπολογισμένος η προϋπολογισμένη το προϋπολογισμένο
      γενική του προϋπολογισμένου της προϋπολογισμένης του προϋπολογισμένου
    αιτιατική τον προϋπολογισμένο την προϋπολογισμένη το προϋπολογισμένο
     κλητική προϋπολογισμένε προϋπολογισμένη προϋπολογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προϋπολογισμένοι οι προϋπολογισμένες τα προϋπολογισμένα
      γενική των προϋπολογισμένων των προϋπολογισμένων των προϋπολογισμένων
    αιτιατική τους προϋπολογισμένους τις προϋπολογισμένες τα προϋπολογισμένα
     κλητική προϋπολογισμένοι προϋπολογισμένες προϋπολογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προϋπολογισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία