προϋπολογίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροϋπολογίζω (παθητική φωνή: προϋπολογίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απροϋπολόγιστος
- προϋπολόγιση
- προϋπολογισμένα
- προϋπολογισμένος
- προϋπολογισμός
- προϋπολογιστικά
- προϋπολογιστικός
- προϋπολογιστικώς
- → δείτε τις λέξεις προ, υπολογίζω, λογίζομαι και λόγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϋπολογίζω | προϋπολόγιζα | θα προϋπολογίζω | να προϋπολογίζω | προϋπολογίζοντας | |
β' ενικ. | προϋπολογίζεις | προϋπολόγιζες | θα προϋπολογίζεις | να προϋπολογίζεις | προϋπολόγιζε | |
γ' ενικ. | προϋπολογίζει | προϋπολόγιζε | θα προϋπολογίζει | να προϋπολογίζει | ||
α' πληθ. | προϋπολογίζουμε | προϋπολογίζαμε | θα προϋπολογίζουμε | να προϋπολογίζουμε | ||
β' πληθ. | προϋπολογίζετε | προϋπολογίζατε | θα προϋπολογίζετε | να προϋπολογίζετε | προϋπολογίζετε | |
γ' πληθ. | προϋπολογίζουν(ε) | προϋπολόγιζαν προϋπολογίζαν(ε) |
θα προϋπολογίζουν(ε) | να προϋπολογίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϋπολόγισα | θα προϋπολογίσω | να προϋπολογίσω | προϋπολογίσει | ||
β' ενικ. | προϋπολόγισες | θα προϋπολογίσεις | να προϋπολογίσεις | προϋπολόγισε | ||
γ' ενικ. | προϋπολόγισε | θα προϋπολογίσει | να προϋπολογίσει | |||
α' πληθ. | προϋπολογίσαμε | θα προϋπολογίσουμε | να προϋπολογίσουμε | |||
β' πληθ. | προϋπολογίσατε | θα προϋπολογίσετε | να προϋπολογίσετε | προϋπολογίστε | ||
γ' πληθ. | προϋπολόγισαν προϋπολογίσαν(ε) |
θα προϋπολογίσουν(ε) | να προϋπολογίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προϋπολογίσει | είχα προϋπολογίσει | θα έχω προϋπολογίσει | να έχω προϋπολογίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προϋπολογίσει | είχες προϋπολογίσει | θα έχεις προϋπολογίσει | να έχεις προϋπολογίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προϋπολογίσει | είχε προϋπολογίσει | θα έχει προϋπολογίσει | να έχει προϋπολογίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προϋπολογίσει | είχαμε προϋπολογίσει | θα έχουμε προϋπολογίσει | να έχουμε προϋπολογίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προϋπολογίσει | είχατε προϋπολογίσει | θα έχετε προϋπολογίσει | να έχετε προϋπολογίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προϋπολογίσει | είχαν προϋπολογίσει | θα έχουν προϋπολογίσει | να έχουν προϋπολογίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προϋπολογίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- προϋπολογίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προϋπολογίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προϋπολογίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)