Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προϋπολογίζω < προ- + υπολογίζω

  Ρήμα επεξεργασία

προϋπολογίζω (παθητική φωνή: προϋπολογίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία