Ετυμολογία

επεξεργασία
προϋπολογίζω < προ- + υπολογίζω

προϋπολογίζω (παθητική φωνή: προϋπολογίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία