προϋπολογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προϋπολογιστικός < προϋπολογίζω + -τικός
Μετοχή επεξεργασία
προϋπολογιστικός
- που έχει σχέση με το προϋπολογισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προϋπολογιστικός
|
Πηγές επεξεργασία
- προϋπολογιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προϋπολογιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)