Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφητεμένος η προφητεμένη το προφητεμένο
      γενική του προφητεμένου της προφητεμένης του προφητεμένου
    αιτιατική τον προφητεμένο την προφητεμένη το προφητεμένο
     κλητική προφητεμένε προφητεμένη προφητεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφητεμένοι οι προφητεμένες τα προφητεμένα
      γενική των προφητεμένων των προφητεμένων των προφητεμένων
    αιτιατική τους προφητεμένους τις προφητεμένες τα προφητεμένα
     κλητική προφητεμένοι προφητεμένες προφητεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφητεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προφητεύω

  Μετοχή επεξεργασία

προφητεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία