προσυστολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσυστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presystolic < presystole < ελληνιστική κοινή συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε προσυστολ(ή) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
προσυστολικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την προσυστολή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσυστολικός