Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυστολικός η προσυστολική το προσυστολικό
      γενική του προσυστολικού της προσυστολικής του προσυστολικού
    αιτιατική τον προσυστολικό την προσυστολική το προσυστολικό
     κλητική προσυστολικέ προσυστολική προσυστολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυστολικοί οι προσυστολικές τα προσυστολικά
      γενική των προσυστολικών των προσυστολικών των προσυστολικών
    αιτιατική τους προσυστολικούς τις προσυστολικές τα προσυστολικά
     κλητική προσυστολικοί προσυστολικές προσυστολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσυστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presystolic < presystole < ελληνιστική κοινή συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε προσυστολ(ή) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

προσυστολικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία