Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσπορισμένος η προσπορισμένη το προσπορισμένο
      γενική του προσπορισμένου της προσπορισμένης του προσπορισμένου
    αιτιατική τον προσπορισμένο την προσπορισμένη το προσπορισμένο
     κλητική προσπορισμένε προσπορισμένη προσπορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσπορισμένοι οι προσπορισμένες τα προσπορισμένα
      γενική των προσπορισμένων των προσπορισμένων των προσπορισμένων
    αιτιατική τους προσπορισμένους τις προσπορισμένες τα προσπορισμένα
     κλητική προσπορισμένοι προσπορισμένες προσπορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσπορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσπορίζω

  Μετοχή επεξεργασία

προσπορισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία