↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσμοιασμένος η προσμοιασμένη το προσμοιασμένο
      γενική του προσμοιασμένου της προσμοιασμένης του προσμοιασμένου
    αιτιατική τον προσμοιασμένο την προσμοιασμένη το προσμοιασμένο
     κλητική προσμοιασμένε προσμοιασμένη προσμοιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσμοιασμένοι οι προσμοιασμένες τα προσμοιασμένα
      γενική των προσμοιασμένων των προσμοιασμένων των προσμοιασμένων
    αιτιατική τους προσμοιασμένους τις προσμοιασμένες τα προσμοιασμένα
     κλητική προσμοιασμένοι προσμοιασμένες προσμοιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσμοιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμοιάζω

προσμοιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία