προσκοπιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκοπιμότητα < προ- + σκοπιμότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prefeasibility)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκοπιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) η αρχική / προκαταρκτική αξιολόγηση της σκοπιμότητας ενός έργου πριν από τη λεπτομερή ανάλυση και την πλήρη μελέτη σκοπιμότητας
- ※ Σε δεύτερο επίπεδο αναπτύσσονται κατευθυντήριες οδηγίες για τη διεξαγωγή μελετών προσκοπιμότητας έργων ανανεώσιμων πηγών και εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ στη συνέχεια εφαρμόζονται οι οδηγίες αυτές για τη μελέτη της βιωσιμότητας ενός φωτοβολταϊκού πάρκου που σχεδιάζεται να υλοποιηθεί στο Νομό Καρδίτσας. (https://web.archive.org/web/20231128152435/http://artemis.cslab.ece.ntua.gr:8080/jspui/handle/123456789/15538)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκοπιμότητα