↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκοπιμότητα οι προσκοπιμότητες
      γενική της προσκοπιμότητας των προσκοπιμοτήτων
    αιτιατική την προσκοπιμότητα τις προσκοπιμότητες
     κλητική προσκοπιμότητα προσκοπιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσκοπιμότητα < προ- + σκοπιμότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prefeasibility)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσκοπιμότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία