προσεταιρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσεταιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσεταιρίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
προσεταιρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσεταιρίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσεταιρισμένος
|