Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσεταιρισμένος η προσεταιρισμένη το προσεταιρισμένο
      γενική του προσεταιρισμένου της προσεταιρισμένης του προσεταιρισμένου
    αιτιατική τον προσεταιρισμένο την προσεταιρισμένη το προσεταιρισμένο
     κλητική προσεταιρισμένε προσεταιρισμένη προσεταιρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσεταιρισμένοι οι προσεταιρισμένες τα προσεταιρισμένα
      γενική των προσεταιρισμένων των προσεταιρισμένων των προσεταιρισμένων
    αιτιατική τους προσεταιρισμένους τις προσεταιρισμένες τα προσεταιρισμένα
     κλητική προσεταιρισμένοι προσεταιρισμένες προσεταιρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεταιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσεταιρίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

προσεταιρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία